Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δεν τρώω τη

  • 1 βρούβα

    η (чаще πλ.) дикорастущие съедобные травы;
    § δεν τρώω βρούβες меня на мякине не проведёшь; я не дурак

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βρούβα

  • 2 γωνιά

    η
    1) камин, очаг; место у камина; 2) перен. угол, приют, пристанище; клуб; 3) перен. уголок;

    κόκκινη γωνιά — красный уголок;

    σε κάθε γωνιά της γης — во всех уголках земли;

    η γωνιά τού παιδιού — а) детский уголок; — б) страница для детей (в газете и т. п.);

    4) тех угольник;

    κανονίζω με τη γωνιά — проверять по угольнику;

    5) угольник, наугольник;
    6) горбушка; краюха;

    δεν τρώω τη γωνιά — я не ем горбушку;

    7) клочок, небольшая часть (земли и т. п.); кусок;

    καλλιεργώ μιά γωνιά τόπο — обрабатывать клочок земли;

    μιά γωνιά ψωμί — кусок хлеба;

    § κάθομαι σε μιά γωνιά — сидеть в стороне и помалкивать;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γωνιά

  • 3 λάχανο(ν)

    τό
    1) капуста (кочанная); 2) πλ. овощи, зелень;

    § σπουδαία τα λάχανα — эка важность!;

    εγώ δεν τρώω λάχανα — меня не обманешь), меня на мякине не проведёшь!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λάχανο(ν)

  • 4 λάχανο(ν)

    τό
    1) капуста (кочанная); 2) πλ. овощи, зелень;

    § σπουδαία τα λάχανα — эка важность!;

    εγώ δεν τρώω λάχανα — меня не обманешь), меня на мякине не проведёшь!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λάχανο(ν)

  • 5 τρώει

    τό νταούλι (или τό χταπόδι) он получил по первое число;
    έφαγε την παπάρα (или την χυλόπιττα) он остался с носом, ушёл не солоно хлебавши (при сватовстве); τρώει σά λύκος он ненасытен как волк; φάγαμε το βόϊδι και απόμεινε η ουρά του дело близится к концу; τρων τα σάλια τους их водой не разольёшь; δεν τρώει αχερα его на мякине не проведёшь; έφαγε το ψωμί του он изжил себя, устарел; έφαγα το ψωμί του я ел его хлеб; τό τρώω και με τρώει кусок в горло не идёт; η μάννα τρώει και τού παιδιού δε δίνει пальчики оближешь; τρώω έναν περίδρομο наедаться до отвала;

    τρώει τον κόσμο — обыскать весь свет;

    τον τρώει η γλώσσα του у него язык чешется;
    έφαγα τα συκώτια μου я приложил все усилия, я сделал всё возможное; φάτε, μάτια, ψάρια και κοιλιά περ||δρομο погов, око видит, да зуб неймёт; οι γονιοί τρων τα δαμάσκηνα και τα παιδιά μουδιάζουν посл, за ошибки родителей приходится расплачиваться детям; άς τρώει η γριά κι' ας μουρμουρίζει ο γέρος погов, не до дружка — до своего брюшка; όποιος έχει γρόθο τρώει καρύδια посл, сильный сколько сможет, столько и сгложет;

    τρώειομαι

    1) — быть съедобным;

    2) быть сносным, терпимым;

    δεν τρώειεται — это нестерпимо;

    3) упорно добиваться, домогаться, стараться изо всех сил;
    φαγώθηκε να 'ρθειμαζί μου он очень хотел прийти со мной;

    μιά ώρα με τρώειεταινάτοβ δώσω δανεικά — он целый час клянчил у меня взаймы;

    4) ссориться, конфликтовать; грызться (прост.);

    τρώειονται σαν τα σκυλιά — они грызутся как собаки;

    5) изнашиваться, истрёпываться;

    § τρώειεται με τα ρούχα του — он вечно брюзжит;

    μήτε ωμός τρώειεται, μήτε ψημένος — с ним каши не сваришь;

    δεν τρώειονται όλα όσα πέτονται — погов, не всё то золото, что блестит

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τρώει

См. также в других словарях:

  • τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • απεσθίω — ἀπεσθίω (Α) 1. τρώω εντελῶς, κατατρώγω 2. μασώ 3. δεν τρώω πλέον …   Dictionary of Greek

  • ασιτώ — ἀσιτῶ ( έω) (Α) [άσιτος] 1. δεν τρώω (γιατί δεν έχω τίποτε να φάω είτε γιατί νηστεύω) 2. δεν έχω όρεξη για φαγητό …   Dictionary of Greek

  • βρούβα — η 1. όνομα που δίνουμε σε διάφορα φαγώσιμα αγριόχορτα. 2. φρ., «Δεν τρώω βρούβες», δεν είμαι αφελής, δεν ξεγελιέμαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναριστώ — ἀναριστῶ ( έω) (Α) [ανάριστος] δεν τρώω, δεν παίρνω πρόγευμα …   Dictionary of Greek

  • κούμαρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 385 μ., 75 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, στις νότιες απολήξεις του όρους Αιγάλεω. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παπαφλέσσα. * * * το 1. ο καρπός τής… …   Dictionary of Greek

  • λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… …   Dictionary of Greek

  • συνασιτώ — έω, Μ στερούμαι τροφής και εγώ ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀσιτῶ «δεν τρώω, δεν έχω όρεξη για φαγητό» (< ἄσιτος)] …   Dictionary of Greek

  • νηστεύω — νήστεψα 1. δεν τρώω, μένω νηστικός. 2. απέχω από ορισμένες τροφές που ορίζει η Eκκλησία: Νηστεύει γιατί θα κοινωνήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • τρώγω — και τρώω έφαγα, φαγώθηκα, φαγωμένος 1. μασώ και καταπίνω τροφή: Έφαγε σούπα και φρούτα. 2. γευματίζω, δειπνώ: Κάτσε να φάμε. 3. μου αρέσει κάποιο φαγητό: Δεν τρώει τις μπάμιες. 4. δε νηστεύω, τρώω αρτύσιμα: Ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή τρώ(γ)ει. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»